-
1 παρατρεπω
1) сворачивать(ἐκτὸς ὁδοῦ Hom.)
παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον Xen. — заехав в Тенедос2) поворачивать(ἵππους Hom.)
3) отводить(ποταμόν Her., Plut.; τὸ ὕδωρ ἄλλῃ Thuc.)
4) извращать(τὸν λόγον Her.)
5) склонять, соблазнять6) отклонять7) (из)менять или отменять(τι Her.)
-
2 εκτρεπω
ион. ἐκτράπω1) поворачиватьἀσπίδας θύρσοισι ἐ. Eur. — поворачивать щиты перед тирсами, т.е. бежать от разъяренных вакханок;
τὸ νῶτον ἐ. Plut. — обращать тыл, обращаться в бегство;ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός Arst. — выворачиваться наизнанку2) отводить(τὸ ῥέεθρον ποταμοῦ Her.; τὸ ὕδωρ πρὸς τέν Μαντινικήν Thuc.)
3) med. поворачивать(ся), обращаться(ἀπό τινος ἐπί τι Plat., Plut.)
ἐνταῦθ΄ ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο Xen. — повернув сюда, они сели;εἴκειν τῆς ὁδοῦ καὴ ἐ. Her. — уступать дорогу, сворачивая в сторону4) превращать, pass. превращаться, переходить(ἥ ἀριστοκρατία εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπεῖσα Polyb.)
5) отвращать, отклонятьἐ. τέν αἰτίαν εἴς τινα Plut. — сваливать вину на кого-л.6) отклонять, отговаривать(τινὰ δρῶντα Soph.)
7) med. отступать, отказываться(τοῦ πρόσθεν λόγου Soph.)
8) med. обходить стороной, уклоняться, избегать(τὸ ἔλεγχον Polyb.)
ἐκτρέπεταί με ἀπαντῶν Dem. — он избегает встречи со мной;ἐξετρέποντο κοὐκ ἐδόκουν ὁρᾶν με Arph. — они свернули в сторону и сделали вид, что не видят меня;
См. также в других словарях:
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek
προβάδην — Α επίρρ. 1. περπατώντας μπροστά («μήτ ἐν ὁδῷ μήτ ἐκτὸς ὁδοῡ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.) 2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία 3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» οδηγώ προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. κατα βάδην, περι βάδην), βλ. και λ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek